τράνταγμα

τράνταγμα
και τράντασμα το, Ν [τραντάζω]
1. βίαιη δόνηση, απότομος κλονισμός, κραδασμός
2. βίαιη κατάρριψη, γκρέμισμα
3. μτφ. ψυχικός κλονισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τράνταγμα — το, ατος δόνηση, βίαιος κλονισμός, τίναγμα: Τράνταγμα από σεισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αραγμός — ἀραγμός, ο (Α) [αράσσω] 1. χτύπος από σύγκρουση, κρότος, πάταγος 2. τριγμός, τράνταγμα …   Dictionary of Greek

  • διάσειση — Παθολογική κατάσταση που μπορεί να αφορά οποιοδήποτε όργανο του σώματος, κατά την οποία διαταράσσονται πρόσκαιρα οι λειτουργίες του, χωρίς να συνυπάρχει ανιχνεύσιμη ανατομική βλάβη. Συνηθέστερα παρατηρείται η εγκεφαλική δ., που προκαλείται από… …   Dictionary of Greek

  • διασάλευση — η 1. τράνταγμα, κλονισμός 2. διατάραξη, αναταραχή 3. φρ. «διασάλευση φρενών» παραφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • δόνημα — το (AM δόνημα) δόνηση, τράνταγμα …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοκλόνος — κεραυνοκλόνος, ον (Α) αυτός που επιφέρει κλονισμό παρόμοιο με τον κλονισμό, με το τράνταγμα που προξενεί ο κεραυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + κλόνος (< κλόνος «ταραχή, κλονισμός») πρβλ. πυρι κλόνος] …   Dictionary of Greek

  • κλονισμός — ο (Μ κλονισμός, ὁ, και κλόνισμα, τὸ) [κλονίζω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλονίζω*, κούνημα, τράνταγμα 2. μτφ. διαταραχή, διασάλευση («κλονισμός τής υγείας») 2. ιατρ. παθολογική κατάσταση χαρακτηριζόμενη από ύπαρξη κλονικών… …   Dictionary of Greek

  • κλόνηση — Κίνηση του άξονα της Γης, που εκδηλώνεται ως μία από τις συνέπειες της έλξης της Σελήνης. Όπως η κίνηση της μετάπτωσης των ισημεριών έχει ως συνέπεια τη μετάθεση της τομής του ισημερινού με την εκλειπτική κατά την ανάδρομη φορά, σε περίοδο… …   Dictionary of Greek

  • κούνημα — το [κουνώ] 1. λίκνισμα, σάλεμα 2. αιώρηση, ταλάντευση 3. τράνταγμα, κλονισμός 4. νεύμα 5. στον πληθ. τα κουνήματα θηλυπρεπείς κινήσεις, ακκισμοί, καμώματα, νάζια …   Dictionary of Greek

  • μετασάλεμα — το [μετασαλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασαλεύω, βίαιη μετακίνηση, ξαφνική αλλαγή θέσης, τίναγμα, τράνταγμα, κραδασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”